Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
View word page
γυναικοκρατίᾱ
γυναικοκρατίᾱᾱςf dominance by womenArist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυναικοκρατίᾱ
Headword (normalized):
γυναικοκρατίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκρατια
IDX:
18046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18047
Key:
γυναικοκρατίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γυναικοκρατίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γυναικοκρατίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dominance by women</Tr><Au>Arist. Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γυναικοκρατίᾱ'}