Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
View word page
γυναικό-βουλος
γυναικόβουλοςονadjβουλή of schemesof female planningA.

ShortDef

devised by a woman

Debugging

Headword:
γυναικόβουλος
Headword (normalized):
γυναικόβουλος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοβουλος
IDX:
18042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18043
Key:
γυναικόβουλος

Data

{'headword_display': '<b>γυναικό-βουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γυναικό<hyph/>βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουλή</Ref></Ety> </HG> <aS1><Indic>of schemes</Indic><Tr>of female planning</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γυναικόβουλος'}