Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
View word page
γυναίκισις
γυναίκισιςεωςf behaving like a womanfemale impersonationAr.

ShortDef

womanish behaviour

Debugging

Headword:
γυναίκισις
Headword (normalized):
γυναίκισις
Headword (normalized/stripped):
γυναικισις
IDX:
18040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18041
Key:
γυναίκισις

Data

{'headword_display': '<b>γυναίκισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γυναίκισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>behaving like a woman</Def><Tr>female impersonation</Tr><Au>Ar.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γυναίκισις'}