Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
View word page
γυνᾱ́
γυνᾱ́dial.fseeγυνή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυνᾱ́
Headword (normalized):
γυνᾱ́
Headword (normalized/stripped):
γυνα
IDX:
18037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18038
Key:
γυνᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>γυνᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γυνᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>γυνή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γυνᾱ́'}