Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
View word page
γύμνωσις
γύμνωσιςεωςf nakednessPlu. exposed sideof a hoplite's body, i.e. the right, as not protected by his shieldTh.

ShortDef

a stripping

Debugging

Headword:
γύμνωσις
Headword (normalized):
γύμνωσις
Headword (normalized/stripped):
γυμνωσις
IDX:
18035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18036
Key:
γύμνωσις

Data

{'headword_display': '<b>γύμνωσις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>γύμνωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>nakedness</Tr><Au>Plu.</Au> </nS1> <nS1><Tr>exposed side<Expl>of a hoplite's body, i.e. the right, as not protected by his shield</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </nS1></NE>", 'key': 'γύμνωσις'}