Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνής
γυμνητείᾱ
γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
View word page
γυμνότης
γυμνότηςητοςf nakednessNT.

ShortDef

nakedness

Debugging

Headword:
γυμνότης
Headword (normalized):
γυμνότης
Headword (normalized/stripped):
γυμνοτης
IDX:
18033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18034
Key:
γυμνότης

Data

{'headword_display': '<b>γυμνότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γυμνότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>nakedness</Tr><Au>NT.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γυμνότης'}