Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητείᾱ
γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
γυναικεῖος
View word page
γυμνῑτεύω
γυμνῑτεύωvb be nakedpoorly clothedNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυμνῑτεύω
Headword (normalized):
γυμνῑτεύω
Headword (normalized/stripped):
γυμνιτευω
IDX:
18028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18029
Key:
γυμνῑτεύω

Data

{'headword_display': '<b>γυμνῑτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γυμνῑτεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be naked<or/>poorly clothed</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'γυμνῑτεύω'}