Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνασιαρχίᾱ
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητείᾱ
γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυνᾱ́
View word page
γυμνικός
γυμνικόςή όνadjγυμνός of a contestgymnastic, athleticHdt. Th. Ar. Isoc. Pl. X. of exercisesX.

ShortDef

of or for gymnastic exercises, gymnastic

Debugging

Headword:
γυμνικός
Headword (normalized):
γυμνικός
Headword (normalized/stripped):
γυμνικος
IDX:
18027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18028
Key:
γυμνικός

Data

{'headword_display': '<b>γυμνικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γυμνικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γυμνός</Ref></Ety> </HG> <aS1><Indic>of a contest</Indic><Tr>gymnastic, athletic</Tr><Au>Hdt. Th. Ar. Isoc. Pl. X.<NBPlus/></Au> <aS2><Indic>of exercises</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'γυμνικός'}