Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυμνάς
γυμνασίᾱ
γυμνασιαρχέω
γυμνασιαρχίᾱ
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητείᾱ
γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
Γυμνοσοφισταί
γυμνότης
γυμνόω
View word page
γυμνητείᾱ
γυμνητείᾱᾱςf collectv.light-armed troopsTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυμνητείᾱ
Headword (normalized):
γυμνητείᾱ
Headword (normalized/stripped):
γυμνητεια
IDX:
18024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18025
Key:
γυμνητείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γυμνητείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γυμνητείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS> </HG> <nS1><Indic>collectv.</Indic><Tr>light-armed troops</Tr><Au>Th.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γυμνητείᾱ'}