Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασίᾱ
γυμνασιαρχέω
γυμνασιαρχίᾱ
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητείᾱ
γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
γυμνοπαγής
Γυμνοπαιδίαι
γυμνός
View word page
γυμναστής
γυμναστήςοῦm one who gives training in physical exercisegymnastic trainerPl. X. Arist. Plu.

ShortDef

a trainer of professional athletes

Debugging

Headword:
γυμναστής
Headword (normalized):
γυμναστής
Headword (normalized/stripped):
γυμναστης
IDX:
18021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18022
Key:
γυμναστής

Data

{'headword_display': '<b>γυμναστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γυμναστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS> </HG> <nS1><Def>one who gives training in physical exercise</Def><Tr>gymnastic trainer</Tr><Au>Pl. X. Arist. Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γυμναστής'}