Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυιοπέδαι
γυιός
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνάς
γυμνασίᾱ
γυμνασιαρχέω
γυμνασιαρχίᾱ
γυμνασιαρχικός
γυμνασίαρχος
γυμνάσιον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητείᾱ
γυμνητεύω
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνῑτεύω
View word page
γυμνασιαρχικός
γυμνασιαρχικόςή όνadj of the rods, as symbol of the officeof a gymnasiarchPlu.

ShortDef

of or for a gymnasiarch

Debugging

Headword:
γυμνασιαρχικός
Headword (normalized):
γυμνασιαρχικός
Headword (normalized/stripped):
γυμνασιαρχικος
IDX:
18018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18019
Key:
γυμνασιαρχικός

Data

{'headword_display': '<b>γυμνασιαρχικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γυμνασιαρχικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the rods, as symbol of the office</Indic><Tr>of a gymnasiarch</Tr><Au>Plu.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γυμνασιαρχικός'}