Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτημερόν
αὑτήν
αὐτῖ
αὐτίκα
αὖτις
ἀυτμή
ἀυτμήν
αὐτοαγαθόν
αὐτοάνθρωπος
αὐτοβοεί
αὐτόβουλος
αὐτογενής
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτογραμμή
αὐτόγραφος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάικτος
View word page
αὐτό-βουλος
αὐτόβουλοςονadjβουλή with one's own planself-willedA.

ShortDef

self-willing, self-purposing

Debugging

Headword:
αὐτόβουλος
Headword (normalized):
αὐτόβουλος
Headword (normalized/stripped):
αυτοβουλος
IDX:
1798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1799
Key:
αὐτόβουλος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτό-βουλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>αὐτό<hyph/>βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>with one's own plan</Def><Tr>self-willed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'αὐτόβουλος'}