Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίδιον
γραμματικός
γραμματιστής
γραμματοδιδασκαλεῖον
γραμματοκῡ́φων
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραμμικός
γρᾱοσόβης
γραπτέον
γραπτός
γραπτύες
γραῦς
γραφεύς
γραφή
γραφικός
γραφίς
γράφω
View word page
γραμμικός
γραμμικόςή όνadj of a geometrical demonstration or proofcharacterised by the use of drawn linesusing diagrams, diagrammaticPlu.

ShortDef

linear, geometrical

Debugging

Headword:
γραμμικός
Headword (normalized):
γραμμικός
Headword (normalized/stripped):
γραμμικος
IDX:
17971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17972
Key:
γραμμικός

Data

{'headword_display': '<b>γραμμικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γραμμικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS> </HG> <aS1><Indic>of a geometrical demonstration or proof</Indic><Def>characterised by the use of drawn lines</Def><Tr>using diagrams, diagrammatic</Tr><Au>Plu.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γραμμικός'}