Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίδιον
γραμματικός
γραμματιστής
γραμματοδιδασκαλεῖον
γραμματοκῡ́φων
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραμμικός
γρᾱοσόβης
γραπτέον
γραπτός
γραπτύες
γραῦς
γραφεύς
γραφή
View word page
γραμματο-φόρος
γραμματοφόροςalsoγραμματηφόροςουmφέρω carrier and deliverer of documents or letterscourierPlb. Plu.

ShortDef

letter-carrying

Debugging

Headword:
γραμματοφόρος
Headword (normalized):
γραμματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
γραμματοφορος
IDX:
17968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17969
Key:
γραμματοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>γραμματο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γραμματο<hyph/>φόρος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>γραμματηφόρος</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety> </HG> <nS1><Def>carrier and deliverer of documents or letters</Def><Tr>courier</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γραμματοφόρος'}