Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γραμματείᾱ
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίδιον
γραμματικός
γραμματιστής
γραμματοδιδασκαλεῖον
γραμματοκῡ́φων
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραμμικός
γρᾱοσόβης
γραπτέον
γραπτός
γραπτύες
γραῦς
γραφεύς
View word page
γραμματο-κῡ́φων
γραμματοκῡ́φωνωνοςmκῡφός pejor.man who is always hunched over paperspetty clerkD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γραμματοκῡ́φων
Headword (normalized):
γραμματοκῡ́φων
Headword (normalized/stripped):
γραμματοκυφων
IDX:
17967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17968
Key:
γραμματοκῡ́φων

Data

{'headword_display': '<b>γραμματο-κῡ́φων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γραμματο<hyph/>κῡ́φων</HL><Infl>ωνος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κῡφός</Ref></Ety> </HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Def>man who is always hunched over papers</Def><Tr>petty clerk</Tr><Au>D.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γραμματοκῡ́φων'}