Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γούνατος
γουνόομαι
γουνοπαχής
γουνός
γουνός
γοῦρος
γοώδης
γόων
γρᾴδιον
γραῖα
Γραικός
γράμμα
γραμματείᾱ
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίδιον
γραμματικός
γραμματιστής
View word page
Γραικός
Γραικόςή όνadjof personsGreekCall. Plu.old ethnic adj. originating fr. NW. Greece, subsequently used by foreigners as synonymous w. Ἕλλην

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Γραικός
Headword (normalized):
γραικός
Headword (normalized/stripped):
γραικος
IDX:
17955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17956
Key:
Γραικός

Data

{'headword_display': '<b>Γραικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Γραικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>Greek</Tr><Au>Call. Plu.</Au><Extra>old ethnic adj. originating fr. NW. Greece, subsequently used by foreigners as synonymous w. <Ref>Ἕλλην</Ref></Extra></aS1></AE>', 'key': 'Γραικός'}