Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γοργωπός
γοῦν
γοῦνα
γουνάζομαι
γούνατος
γουνόομαι
γουνοπαχής
γουνός
γουνός
γοῦρος
γοώδης
γόων
γρᾴδιον
γραῖα
Γραικός
γράμμα
γραμματείᾱ
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
View word page
γοώδης
γοώδηςεςadjγόος of melodiesmournfulPl.

ShortDef

mournful

Debugging

Headword:
γοώδης
Headword (normalized):
γοώδης
Headword (normalized/stripped):
γοωδης
IDX:
17951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17952
Key:
γοώδης

Data

{'headword_display': '<b>γοώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γοώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of melodies</Indic><Tr>mournful</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γοώδης'}