Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
γονεύς
γονή
γονίᾱς
γόνιμος
γόννοις
γόνος
γόνυ
γονυπετέω
γονυπετής
γόον
γόος
γοόων
Γοργάδες
View word page
γονίᾱς
γονίᾱςουmappos.w. χειμών wintry storm, sense uncert.A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γονίᾱς
Headword (normalized):
γονίᾱς
Headword (normalized/stripped):
γονιας
IDX:
17920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17921
Key:
γονίᾱς

Data

{'headword_display': '<b>γονίᾱς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γονίᾱς</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Indic>appos.w. <Ref>χειμών</Ref> <ital>wintry storm</ital>, sense uncert.</Indic><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γονίᾱς'}