Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
γονεύς
γονή
γονίᾱς
γόνιμος
γόννοις
γόνος
γόνυ
γονυπετέω
γονυπετής
View word page
γομφωτικός
γομφωτικόςή όνadjof the artof fastening with dowelsof joineryPl.

ShortDef

of or for fastening with nails

Debugging

Headword:
γομφωτικός
Headword (normalized):
γομφωτικός
Headword (normalized/stripped):
γομφωτικος
IDX:
17916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17917
Key:
γομφωτικός

Data

{'headword_display': '<b>γομφωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γομφωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Def>of fastening with dowels</Def><Tr>of joinery</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γομφωτικός'}