Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
γονεύς
γονή
γονίᾱς
γόνιμος
γόννοις
γόνος
γόνυ
γονυπετέω
View word page
γόμφωμα
γόμφωμαατοςn structure fastened together with boltsframeworkof a siege-enginePlu.

ShortDef

that which is fastened by bolts, frame-work

Debugging

Headword:
γόμφωμα
Headword (normalized):
γόμφωμα
Headword (normalized/stripped):
γομφωμα
IDX:
17915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17916
Key:
γόμφωμα

Data

{'headword_display': '<b>γόμφωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γόμφωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>structure fastened together with bolts</Def><Tr>framework<Expl>of a siege-engine</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γόμφωμα'}