Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
γονεύς
γονή
γονίᾱς
γόνιμος
γόννοις
View word page
γομφόομαι
γομφόομαιpass.contr.vb of a shipbe fastened with dowelsbe bolted togetherA.fig., of a planAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γομφόομαι
Headword (normalized):
γομφόομαι
Headword (normalized/stripped):
γομφοομαι
IDX:
17912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17913
Key:
γομφόομαι

Data

{'headword_display': '<b>γομφόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γομφόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a ship</Indic><Def>be fastened with dowels</Def><Tr>be bolted together</Tr><Au>A.</Au><vS2><Indic>fig., of a plan</Indic><Au>Ar.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'γομφόομαι'}