Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
γονεύς
γονή
γονίᾱς
γόνιμος
View word page
γομφό-δετος
γομφό-δετοςονadjδέω1 of a shipfastened with dowelsA.

ShortDef

nail-bound

Debugging

Headword:
γομφόδετος
Headword (normalized):
γομφόδετος
Headword (normalized/stripped):
γομφοδετος
IDX:
17911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17912
Key:
γομφόδετος

Data

{'headword_display': '<b>γομφό-δετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γομφό-δετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>fastened with dowels</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γομφόδετος'}