Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γογγύλος
γογγυσμός
γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
γονεύς
γονή
View word page
γόμος
γόμοςουmγέμω cargo, freightcarried by shipsA.dub. Hdt. D. NT.

ShortDef

a ship's freight, burden, tonnage

Debugging

Headword:
γόμος
Headword (normalized):
γόμος
Headword (normalized/stripped):
γομος
IDX:
17909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17910
Key:
γόμος

Data

{'headword_display': '<b>γόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γέμω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cargo, freight<Expl>carried by ships</Expl></Tr><Au>A.<LblR>dub.</LblR> Hdt. D. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γόμος'}