Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γογγυλίς
γογγύλλω
γογγύλος
γογγυσμός
γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
γομφόδετος
γομφόομαι
γομφοπαγής
γόμφος
γόμφωμα
γομφωτικός
γόνα
View word page
γοήτευμα
γοήτευμαατοςninstance of bewitchmentmagic spell, trick, deceptionPl.

ShortDef

spell, charm

Debugging

Headword:
γοήτευμα
Headword (normalized):
γοήτευμα
Headword (normalized/stripped):
γοητευμα
IDX:
17907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17908
Key:
γοήτευμα

Data

{'headword_display': '<b>γοήτευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γοήτευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>instance of bewitchment</Def><Tr>magic spell, trick, deception</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γοήτευμα'}