Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνώστης
γνωστικός
γνῶτε
γνωτός
γνώω
γοάω
γογγύζω
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγύλος
γογγυσμός
γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
γοητεύω
γόμος
γομφίος
View word page
γογγυσμός
γογγυσμόςοῦmγογγύζω muttering, grumblingNT.

ShortDef

a murmuring

Debugging

Headword:
γογγυσμός
Headword (normalized):
γογγυσμός
Headword (normalized/stripped):
γογγυσμος
IDX:
17900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17901
Key:
γογγυσμός

Data

{'headword_display': '<b>γογγυσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γογγυσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γογγύζω</Ref></Ety> </HG> <nS1><Tr>muttering, grumbling</Tr><Au>NT.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γογγυσμός'}