Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνῶσις
γνώσομαι
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνῶτε
γνωτός
γνώω
γοάω
γογγύζω
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγύλος
γογγυσμός
γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
γοήτευμα
View word page
γογγυλίς
γογγυλίςίδοςfγογγύλος turnipAr. Plu.

ShortDef

turnip, Brassica Rapa

Debugging

Headword:
γογγυλίς
Headword (normalized):
γογγυλίς
Headword (normalized/stripped):
γογγυλις
IDX:
17897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17898
Key:
γογγυλίς

Data

{'headword_display': '<b>γογγυλίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γογγυλίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γογγύλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>turnip</Tr><Au>Ar. Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γογγυλίς'}