Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνώσομαι
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνῶτε
γνωτός
γνώω
γοάω
γογγύζω
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγύλος
γογγυσμός
γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
γοητᾱ́ς
γοητείᾱ
View word page
γογγύζω
γογγύζωvb murmur in displeasure, grumbleNT.

ShortDef

to mutter, murmur

Debugging

Headword:
γογγύζω
Headword (normalized):
γογγύζω
Headword (normalized/stripped):
γογγυζω
IDX:
17896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17897
Key:
γογγύζω

Data

{'headword_display': '<b>γογγύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γογγύζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>murmur in displeasure, grumble</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'γογγύζω'}