Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνωριστικός
γνωσθήσομαι
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνώσομαι
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνῶτε
γνωτός
γνώω
γοάω
γογγύζω
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγύλος
γογγυσμός
γοεδνός
γοερός
γοήμεναι
γόης
View word page
γνώω
γνώωep.athem.aor.subj.seeγιγνώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γνώω
Headword (normalized):
γνώω
Headword (normalized/stripped):
γνωω
IDX:
17894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17895
Key:
γνώω

Data

{'headword_display': '<b>γνώω</b>', 'content': '<XE><RefFm>γνώω<LblR>ep.athem.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γιγνώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γνώω'}