Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνῶναι
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσθήσομαι
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνώσομαι
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνῶτε
γνωτός
γνώω
View word page
γνωριστικός
γνωριστικόςή όνadj of philosophyconcerned with understandingcognitiveopp. experimentalArist.

ShortDef

capable of apprehending, cognitive

Debugging

Headword:
γνωριστικός
Headword (normalized):
γνωριστικός
Headword (normalized/stripped):
γνωριστικος
IDX:
17884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17885
Key:
γνωριστικός

Data

{'headword_display': '<b>γνωριστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γνωριστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of philosophy</Indic><Def>concerned with understanding</Def><Tr>cognitive<Expl>opp. experimental</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γνωριστικός'}