Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνῶναι
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσθήσομαι
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνώσομαι
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνῶτε
γνωτός
View word page
γνωριστής
γνωριστήςοῦm one who acquaints himself with factsref. to a jurymanreviewer, appraiserw.gen.of a caseAntipho

ShortDef

one that takes cognizance of

Debugging

Headword:
γνωριστής
Headword (normalized):
γνωριστής
Headword (normalized/stripped):
γνωριστης
IDX:
17883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17884
Key:
γνωριστής

Data

{'headword_display': '<b>γνωριστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γνωριστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who acquaints himself with facts</Def><nS2><Indic>ref. to a juryman</Indic><Tr>reviewer, appraiser<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a case</Expl></Tr><Au>Antipho</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'γνωριστής'}