Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνωμολογίᾱ
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνῶναι
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσθήσομαι
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνώσομαι
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
View word page
γνώρισις
γνώρισιςεωςf acquisition of knowledgePl.becoming acquaintedacquaintancew.gen.w. a person, a placePl. Arist.

ShortDef

acquaintance

Debugging

Headword:
γνώρισις
Headword (normalized):
γνώρισις
Headword (normalized/stripped):
γνωρισις
IDX:
17881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17882
Key:
γνώρισις

Data

{'headword_display': '<b>γνώρισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γνώρισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>acquisition of knowledge</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Def>becoming acquainted</Def><Tr>acquaintance<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. a person, a place</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γνώρισις'}