Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνώμᾱ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμεναι
γνώμη
γνωμολογέω
γνωμολογίᾱ
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνῶναι
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσθήσομαι
View word page
γνωμοτυπικός
γνωμοτυπικόςή όνadj clever at coining maximsAr.

ShortDef

clever at coining maxims

Debugging

Headword:
γνωμοτυπικός
Headword (normalized):
γνωμοτυπικός
Headword (normalized/stripped):
γνωμοτυπικος
IDX:
17875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17876
Key:
γνωμοτυπικός

Data

{'headword_display': '<b>γνωμοτυπικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γνωμοτυπικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>clever at coining maxims</Tr><Au>Ar.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γνωμοτυπικός'}