Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνυσί
γνῶ
γνώμᾱ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμεναι
γνώμη
γνωμολογέω
γνωμολογίᾱ
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνῶναι
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστής
View word page
γνωμοσύνη
γνωμοσύνηηςf understanding, good judgementSol.

ShortDef

prudence, judgment

Debugging

Headword:
γνωμοσύνη
Headword (normalized):
γνωμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
γνωμοσυνη
IDX:
17873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17874
Key:
γνωμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>γνωμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γνωμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>understanding, good judgement</Tr><Au>Sol.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γνωμοσύνη'}