Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνοίην
γνόφαλλον
γνύξ
γνυσί
γνῶ
γνώμᾱ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμεναι
γνώμη
γνωμολογέω
γνωμολογίᾱ
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνῶναι
γνωρίζω
γνώριμος
View word page
γνωμολογέω
γνωμολογέωcontr.vbλόγος use maximsaphorismsArist. Men.

ShortDef

to speak in maxims

Debugging

Headword:
γνωμολογέω
Headword (normalized):
γνωμολογέω
Headword (normalized/stripped):
γνωμολογεω
IDX:
17870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17871
Key:
γνωμολογέω

Data

{'headword_display': '<b>γνωμολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γνωμολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>use maxims<or/>aphorisms</Tr><Au>Arist. Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'γνωμολογέω'}