Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
γνοίην
γνόφαλλον
γνύξ
γνυσί
γνῶ
γνώμᾱ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμεναι
γνώμη
γνωμολογέω
γνωμολογίᾱ
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
View word page
γνωματεύω
γνωματεύωvb form a correct opinion aboutdiscern the reality behindshadowsPl.

ShortDef

to form a judgment of, discern

Debugging

Headword:
γνωματεύω
Headword (normalized):
γνωματεύω
Headword (normalized/stripped):
γνωματευω
IDX:
17867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17868
Key:
γνωματεύω

Data

{'headword_display': '<b>γνωματεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γνωματεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>form a correct opinion about</Def><Tr>discern the reality behind</Tr><Obj>shadows<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'γνωματεύω'}