Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γνάπτω
γναφεῖον
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
γνοίην
γνόφαλλον
γνύξ
γνυσί
γνῶ
γνώμᾱ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμεναι
γνώμη
γνωμολογέω
γνωμολογίᾱ
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπικός
View word page
γνώμᾱ
γνώμᾱdial.fseeγνώμη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γνώμᾱ
Headword (normalized):
γνώμᾱ
Headword (normalized/stripped):
γνωμα
IDX:
17865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17866
Key:
γνώμᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γνώμᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γνώμᾱ</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>γνώμη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γνώμᾱ'}