Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γναθμός
γνάθος
γναμπτός
γνάμπτω
γνάπτω
γναφεῖον
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
γνοίην
γνόφαλλον
γνύξ
γνυσί
γνῶ
γνώμᾱ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμεναι
γνώμη
γνωμολογέω
γνωμολογίᾱ
View word page
γνόφαλλον
γνόφαλλονAeol.nseeκνέφαλλον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γνόφαλλον
Headword (normalized):
γνόφαλλον
Headword (normalized/stripped):
γνοφαλλον
IDX:
17861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17862
Key:
γνόφαλλον

Data

{'headword_display': '<b>γνόφαλλον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γνόφαλλον</HL><PS>Aeol.n</PS></HG><XR>see<Ref>κνέφαλλον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γνόφαλλον'}