Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
αὐτεπάγγελτος
αὐτεπιτάκτης
αὐτεπιτακτικός
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀῡτέω
ἀῡτή
αὑτή
αὑτή
αὑτῇ
αὑτηγῑ́
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
αὐτημερόν
αὑτήν
αὐτῖ
αὐτίκα
αὖτις
ἀυτμή
ἀυτμήν
αὐτοαγαθόν
View word page
αὑτηγῑ́
αὑτηγῑ́
fem., w.pcl.
γε
see
οὗτοσῑ́
, under
οὗτος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὑτηγῑ́
Headword (normalized):
αὑτηγῑ́
Headword (normalized/stripped):
αυτηγι
IDX:
1785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1786
Key:
αὑτηγῑ́
Data
{'headword_display': '<b>αὑτηγῑ́</b>', 'content': '<XE><RefFm>αὑτηγῑ́<LblR>fem., w.pcl. <Gr>γε</Gr></LblR></RefFm><XR>see<Ref>οὗτοσῑ́</Ref>, under<Ref>οὗτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'αὑτηγῑ́'}