Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμᾱλον
γλυκυμείλιχος
γλυκύοξυς
γλυκύπικρος
γλυκύς
γλυκύτης
γλύκων
γλύφανος
γλυφίδες
γλύφω
γλωθρός
γλῶσσα
γλωσσαλγίᾱ
γλωσσάομαι
γλώσσαργος
γλωσσόκομον
γλῶττα
γλωττοστροφέω
View word page
γλύφανος
γλύφανοςουmγλύφω tool for carvingknifechiselhHom. Call. Theoc.

ShortDef

a tool for carving, knife, chisel

Debugging

Headword:
γλύφανος
Headword (normalized):
γλύφανος
Headword (normalized/stripped):
γλυφανος
IDX:
17838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17839
Key:
γλύφανος

Data

{'headword_display': '<b>γλύφανος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γλύφανος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γλύφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>tool for carving</Def><Tr>knife<or/>chisel</Tr><Au>hHom. Call. Theoc.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γλύφανος'}