Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμᾱλον
γλυκυμείλιχος
γλυκύοξυς
γλυκύπικρος
γλυκύς
γλυκύτης
γλύκων
γλύφανος
γλυφίδες
γλύφω
γλωθρός
γλῶσσα
γλωσσαλγίᾱ
γλωσσάομαι
View word page
γλυκύ-πικρος
γλυκύπικροςονadjπικρός epith. of Erosbitter-sweetSapph.

ShortDef

sweetly bitter

Debugging

Headword:
γλυκύπικρος
Headword (normalized):
γλυκύπικρος
Headword (normalized/stripped):
γλυκυπικρος
IDX:
17834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17835
Key:
γλυκύπικρος

Data

{'headword_display': '<b>γλυκύ-πικρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γλυκύ<hyph/>πικρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πικρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Eros</Indic><Tr>bitter-sweet</Tr><Au>Sapph.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γλυκύπικρος'}