Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλοιός
γλοιώδης
γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμᾱλον
γλυκυμείλιχος
γλυκύοξυς
γλυκύπικρος
γλυκύς
γλυκύτης
γλύκων
γλύφανος
γλυφίδες
γλύφω
γλωθρός
γλῶσσα
View word page
γλυκυ-μείλιχος
γλυκυμείλιχοςονadj epith. of Aphroditesweet and gentlehHom.

ShortDef

sweetly winning

Debugging

Headword:
γλυκυμείλιχος
Headword (normalized):
γλυκυμείλιχος
Headword (normalized/stripped):
γλυκυμειλιχος
IDX:
17832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17833
Key:
γλυκυμείλιχος

Data

{'headword_display': '<b>γλυκυ-μείλιχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γλυκυ<hyph/>μείλιχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>epith. of Aphrodite</Indic><Tr>sweet and gentle</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γλυκυμείλιχος'}