Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιός
γλοιώδης
γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμᾱλον
γλυκυμείλιχος
γλυκύοξυς
γλυκύπικρος
γλυκύς
γλυκύτης
γλύκων
γλύφανος
γλυφίδες
γλύφω
View word page
γλυκύ-καρπος
γλυκύκαρποςονadjκαρπός1 of the vinesweet-fruitedTheoc.

ShortDef

bearing sweet fruit

Debugging

Headword:
γλυκύκαρπος
Headword (normalized):
γλυκύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
γλυκυκαρπος
IDX:
17830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17831
Key:
γλυκύκαρπος

Data

{'headword_display': '<b>γλυκύ-καρπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γλυκύ<hyph/>καρπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the vine</Indic><Tr>sweet-fruited</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γλυκύκαρπος'}