Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλήνη
γληχών
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλισχρότης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιός
γλοιώδης
γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμᾱλον
γλυκυμείλιχος
γλυκύοξυς
γλυκύπικρος
γλυκύς
View word page
γλυκαίνομαι
γλυκαίνομαιpass.vbγλυκύςaor.
ἐγλυκάνθην
of grapesbe sweetenedripenedw.prep.phr.by the sunX.of poison, in neg.phr.become sweetMosch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γλυκαίνομαι
Headword (normalized):
γλυκαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
γλυκαινομαι
IDX:
17825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17826
Key:
γλυκαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>γλυκαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γλυκαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>γλυκύς</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐγλυκάνθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of grapes</Indic><Tr>be sweetened<or/>ripened</Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>by the sun<Au>X.</Au></PrPhr><vS2><Indic>of poison, in neg.phr.</Indic><Tr>become sweet</Tr><Au>Mosch.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'γλυκαίνομαι'}