Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλάφω
γλᾱ́χων
γλεῦκος
γλέφαρα
γλήνεα
γλήνη
γληχών
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλισχρότης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιός
γλοιώδης
γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
γλυκύκαρπος
View word page
γλίσχρων
γλίσχρωνονοςm pejor.graspingstingy fellowAr.

ShortDef

glutton

Debugging

Headword:
γλίσχρων
Headword (normalized):
γλίσχρων
Headword (normalized/stripped):
γλισχρων
IDX:
17820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17821
Key:
γλίσχρων

Data

{'headword_display': '<b>γλίσχρων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γλίσχρων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>grasping<or/>stingy fellow</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γλίσχρων'}