Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλαφυρός
γλάφω
γλᾱ́χων
γλεῦκος
γλέφαρα
γλήνεα
γλήνη
γληχών
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλισχρότης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιός
γλοιώδης
γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
γλυκυθῡμίᾱ
γλυκύθῡμος
View word page
γλισχρότης
γλισχρότηςητοςf stickinessviscosityArist. stinginessparsimonyArist. Plu.

ShortDef

stickiness

Debugging

Headword:
γλισχρότης
Headword (normalized):
γλισχρότης
Headword (normalized/stripped):
γλισχροτης
IDX:
17819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17820
Key:
γλισχρότης

Data

{'headword_display': '<b>γλισχρότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γλισχρότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>stickiness<or/>viscosity</Tr><Au>Arist.</Au></nS1> <nS1><Tr>stinginess<or/>parsimony</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γλισχρότης'}