Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
γλάφυ
γλαφυρίᾱ
γλαφυρός
γλάφω
γλᾱ́χων
γλεῦκος
γλέφαρα
γλήνεα
γλήνη
γληχών
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλισχρότης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιός
γλοιώδης
γλουτός
γλυκαίνομαι
γλυκερός
γλυκύδωρος
View word page
γλισχρ-αντιλογ-εξ-επίτριπτος
γλισχρ-αντιλογ-εξ-επίτριπτος
ον
adj
γλίσχρος
ἀντίλογος
of a petty dispute
sticky-contentious-utterly-damnable
Ar.
ShortDef
greedy-pettifogging-barefaced-knavish
Debugging
Headword:
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
Headword (normalized):
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
Headword (normalized/stripped):
γλισχραντιλογεξεπιτριπτος
IDX:
17817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17818
Key:
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
Data
{'headword_display': '<b>γλισχρ-αντιλογ-εξ-επίτριπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γλισχρ-αντιλογ-εξ-επίτριπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γλίσχρος</Ref><Ref>ἀντίλογος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a petty dispute</Indic><Tr>sticky-contentious-utterly-damnable</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γλισχραντιλογεξεπίτριπτος'}