Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γλακτοφάγος
γλάμων
γλαρίς
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκότης
γλαυκόχρως
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλάφυ
γλαφυρίᾱ
γλαφυρός
γλάφω
γλᾱ́χων
γλεῦκος
γλέφαρα
γλήνεα
γλήνη
γληχών
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
View word page
γλάφυ
γλάφυεοςnγλαφυρός hollow placein a rockcavernHes.

ShortDef

hollow, cavern

Debugging

Headword:
γλάφυ
Headword (normalized):
γλάφυ
Headword (normalized/stripped):
γλαφυ
IDX:
17807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17808
Key:
γλάφυ

Data

{'headword_display': '<b>γλάφυ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γλάφυ</HL><Infl>εος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>γλαφυρός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>hollow place<Expl>in a rock</Expl></Def><Tr>cavern</Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γλάφυ'}