Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαρίς
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκότης
γλαυκόχρως
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλάφυ
γλαφυρίᾱ
γλαφυρός
γλάφω
γλᾱ́χων
View word page
γλαυκ-όμματος
γλαυκ-όμματοςονadjὄμμα of a horseblue-eyedgrey-eyedPl.of a manPlu.quot.epigr.

ShortDef

gray-eyed

Debugging

Headword:
γλαυκόμματος
Headword (normalized):
γλαυκόμματος
Headword (normalized/stripped):
γλαυκομματος
IDX:
17801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17802
Key:
γλαυκόμματος

Data

{'headword_display': '<b>γλαυκ-όμματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γλαυκ-όμματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄμμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>blue-eyed<or/>grey-eyed</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of a man</Indic><Au>Plu.<LblR>quot.epigr.</LblR></Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'γλαυκόμματος'}