Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλόομαι
ἀποξῡ́νω
ἀποξυρέω
ἀποξῡστρόομαι
ἀποξῡ́ω
ἀποπάλλομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράομαι
ἀποπέκομαι
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
View word page
ἀπο-παπταίνω
ἀποπαπταίνωvbIon.3pl.fut.
ἀποπαπτανέουσι
look away, turn one's attentionfr. a taskIl.

ShortDef

to look about one

Debugging

Headword:
ἀποπαπταίνω
Headword (normalized):
ἀποπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
αποπαπταινω
IDX:
177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-178
Key:
ἀποπαπταίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-παπταίνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>παπταίνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>Ion.3pl.fut.</Lbl><Form>ἀποπαπτανέουσι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>look away, turn one's attention<Expl>fr. a task</Expl></Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποπαπταίνω'}