Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαρίς
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκότης
γλαυκόχρως
γλαυκῶπις
View word page
γλαγερός
γλαγερόςᾱ́ όνadjγλάγος milkyPhilox.Leuc.

ShortDef

full of milk

Debugging

Headword:
γλαγερός
Headword (normalized):
γλαγερός
Headword (normalized/stripped):
γλαγερος
IDX:
17795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17796
Key:
γλαγερός

Data

{'headword_display': '<b>γλαγερός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γλαγερός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γλάγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>milky</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γλαγερός'}